- γρηγορώ
- (AM γρηγορῶ, -έω)1. μένω άγρυπνος2. φρουρώ, προσέχω άγρυπνα («φύλακες, γρηγορείτε»)μσν.- νεοελλ.βιάζομαι, σπεύδωνεοελλ.φρ. «γρηγορώ τη στράτα» — συντομεύω, επιταχύνω τον δρόμομσν.1. ξυπνάω2. επανακτώ τις αισθήσεις, συνέρχομαι3. επαναφέρω κάποιον στις αισθήσεις τουαρχ.είμαι ζωντανός.[ΕΤΥΜΟΛ. < (παρακμ.) εγρήγορα τού εγείρω*].
Dictionary of Greek. 2013.